Definify.com
Definition 2024
ικανοποιώ
ικανοποιώ
Greek
Verb
ικανοποιώ • (ikanopoió) (simple past ικανοποίησα, passive form ινκανοποιούμαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Derived terms
- ικανοποίηση f (ikanopoíisi, “satisfaction”)
- ικανοποιημένος (ikanopoiiménos, “satisfied”)
- ικανοποιητικός (ikanopoiitikós, “satisfactory”)