Definify.com
Definition 2024
ινκανοποιούμαι
ικανοποιούμαι
Greek
Verb
ικανοποιούμαι • (ikanopoioúmai) (simple past ικανοποιήθηκα, active form ικανοποιώ, passive)
Conjugation
ικανοποιούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ικανοποιούμαι | ικανοποιιόμουν, ικανοποιιόμουνα | θα ικανοποιούμαι | να ικανοποιούμαι | |
2s | ικανοποιείσαι | ικανοποιιόσουν, ικανοποιιόσουνα | θα ικανοποιείσαι | να ικανοποιείσαι | — |
3s | ικανοποιείται | ικανοποιιόταν, ικανοποιιότανε | θα ικανοποιείται | να ικανοποιείται | |
1p | ικανοποιούμαστε, ικανοποιόμαστε | ικανοποιιόμαστε, ικανοποιιόμασταν | θα ικανοποιούμαστε | να ικανοποιούμαστε | |
2p | ικανοποιείστε, ικανοποιόσαστε | ικανοποιιόσαστε, ικανοποιιόσασταν | θα ικανοποιείστε | να ικανοποιείστε | ικανοποιείστε |
3p | ικανοποιούνται | ικανοποιιόνταν, ικανοποιιούνταν, ικανοποιιόντουσαν, ικανοποιιόντανε | θα ικανοποιούνται | να ικανοποιούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ικανοποιηθώ | ικανοποιήθηκα | θα ικανοποιηθώ | να ικανοποιηθώ | |
2s | ικανοποιηθείς | ικανοποιήθηκες | θα ικανοποιηθείς | να ικανοποιηθείς | ικανοποιήσου |
3s | ικανοποιηθεί | ικανοποιήθηκε | θα ικανοποιηθεί | να ικανοποιηθεί | |
1p | ικανοποιηθούμε | ικανοποιηθήκαμε | θα ικανοποιηθούμε | να ικανοποιηθούμε | |
2p | ικανοποιηθείτε | ικανοποιηθήκατε | θα ικανοποιηθείτε | να ικανοποιηθείτε | ικανοποιηθείτε |
3p | ικανοποιηθούν, ικανοποιηθούνε | ικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκανε, ικανοποιηθήκαν | θα ικανοποιηθούν, θα ικανοποιηθούνε | να ικανοποιηθούν, να ικανοποιηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ικανοποιηθεί | είχα ικανοποιηθεί | θα έχω ικανοποιηθεί | να έχω ικανοποιηθεί | |
2s | έχεις ικανοποιηθεί | είχες ικανοποιηθεί | θα έχεις ικανοποιηθεί | να έχεις ικανοποιηθεί | |
3s | έχει ικανοποιηθεί | είχε ικανοποιηθεί | θα έχει ικανοποιηθεί | να έχει ικανοποιηθεί | |
1p | έχουμε ικανοποιηθεί | είχαμε ικανοποιηθεί | θα έχουμε ικανοποιηθεί | να έχουμε ικανοποιηθεί | |
2p | έχετε ικανοποιηθεί | είχατε ικανοποιηθεί | θα έχετε ικανοποιηθεί | να έχετε ικανοποιηθεί | |
3p | έχουν ικανοποιηθεί | είχαν ικανοποιηθεί | θα έχουν ικανοποιηθεί | να έχουν ικανοποιηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | ικανοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||