Definify.com
Definition 2024
καταστρέφω
καταστρέφω
Greek
Verb
καταστρέφω • (katastréfo) (simple past κατέστρεψα or κατάστρεψα, passive form καταστρέφομαι)
Conjugation
καταστρέφω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταστρέφω | κατέστρεφα, κατάστρεφα | θα καταστρέφω | να καταστρέφω | |
2s | καταστρέφεις | κατέστρεφες, κατάστρεφες | θα καταστρέφεις | να καταστρέφεις | κατέστρεφε |
3s | καταστρέφει | κατέστρεφε, κατάστρεφε | θα καταστρέφει | να καταστρέφει | |
1p | καταστρέφουμε, καταστρέφομε | καταστρέφαμε | θα καταστρέφουμε, καταστρέφομε | να καταστρέφουμε, καταστρέφομε | |
2p | καταστρέφετε | καταστρέφατε | θα καταστρέφετε | να καταστρέφετε | καταστρέφετε |
3p | καταστρέφουν, καταστρέφουνε | κατέστρεφαν, καταστρέφαν, καταστρέφανε, κατάστρεφαν | θα καταστρέφουν, καταστρέφουνε | να καταστρέφουν, καταστρέφουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταστρέψω | κατέστρεψα, κατάστρεψα | θα καταστρέψω | να καταστρέψω | |
2s | καταστρέψεις | κατέστρεψες, κατάστρεψες | θα καταστρέψεις | να καταστρέψεις | κατέστρεψε |
3s | καταστρέψει | κατέστρεψε, κατάστρεψε | θα καταστρέψει | να καταστρέψει | |
1p | καταστρέψουμε, καταστρέψομε | καταστρέψαμε | θα καταστρέψουμε, θα καταστρέψομε | να καταστρέψουμε, να καταστρέψομε | |
2p | καταστρέψετε | καταστρέψατε | θα καταστρέψετε | να καταστρέψετε | καταστρέψτε, καταστράφε |
3p | καταστρέψουν, καταστρέψουνε | κατέστρεψαν, καταστρέψανε, κατάστρεψαν | θα καταστρέψουν, θα καταστρέψουνε | να καταστρέψουν, να καταστρέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω καταστρέψει | είχα καταστρέψει | θα έχω καταστρέψει | να έχω καταστρέψει | |
2s | έχεις καταστρέψει | είχες καταστρέψει | θα έχεις καταστρέψει | να έχεις καταστρέψει | |
3s | έχει καταστρέψει | είχε καταστρέψει | θα έχει καταστρέψει | να έχει καταστρέψει | |
1p | έχουμε καταστρέψει | είχαμε καταστρέψει | θα έχουμε καταστρέψει | να έχουμε καταστρέψει | |
2p | έχετε καταστρέψει | είχατε καταστρέψει | θα έχετε καταστρέψει | να έχετε καταστρέψει | |
3p | έχουν καταστρέψει | είχαν καταστρέψει | θα έχουν καταστρέψει | να έχουν καταστρέψει | |
Participle: | καταστρέφοντας | Non-finite ‡ | καταστρέψει | 13, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Antonyms
- κατασκευάζω (kataskevázo)
- χτίζω (chtízo)