Definify.com
Definition 2025
κοκκινοχρυσό
κοκκινοχρυσό
Greek
Adjective
κοκκινοχρυσό • (kokkinochrysó)
- Accusative masculine singular form of κοκκινοχρυσός (kokkinochrysós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of κοκκινοχρυσός (kokkinochrysós).
Noun
κοκκινοχρυσό • (kokkinochrysó) n (plural κοκκινοχρυσά)
Declension
declension of κοκκινοχρυσό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοκκινοχρυσό | κοκκινοχρυσά |
genitive | κοκκινοχρυσού | κοκκινοχρυσών |
accusative | κοκκινοχρυσό | κοκκινοχρυσά |
vocative | κοκκινοχρυσό | κοκκινοχρυσά |