Definify.com
Definition 2025
κομμάτι
κομμάτι
Greek
Noun
κομμάτι • (kommáti) n (plural κομμάτια)
- potsherd, shard
- piece, item, unit
- (music) part
- (chess) piece (mostly used for one of: Knight, bishop or rook)
Declension
declension of κομμάτι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κομμάτι | κομμάτια |
genitive | κομματιού | κομματιών |
accusative | κομμάτι | κομμάτια |
vocative | κομμάτι | κομμάτια |
Related terms
- γίνομαι κομμάτια (gínomai kommátia)
- γίνομαι χίλια κομμάτια (gínomai chília kommátia)
- κάνω το κομμάτι μου (káno to kommáti mou)
- κομμάτα (kommáta)
- κομματάκι (kommatáki)
- κομματάρα (kommatára)
- κομματιάζω (kommatiázo)
- κομμάτια να γίνει (kommátia na gínei)
- με το κομμάτι (me to kommáti)
- στα κομμάτια (sta kommátia)
- πήγαινε στα κομμάτια (pígaine sta kommátia)
- άι στα κομμάτια (ái sta kommátia, “1. beat it!, buzz off! 2. what the heck!”)
- τι στα κομμάτια (ti sta kommátia)