Definify.com
Definition 2024
κομμένος
κομμένος
Greek
Participle
κομμένος • (komménos) m (perfect, feminine κομμένη, neuter κομμένο)
Declension
positive forms of κομμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κομμένος | κομμένη | κομμένο | κομμένοι | κομμένες | κομμένα |
genitive | κομμένου | κομμένης | κομμένου | κομμένων | κομμένων | κομμένων |
accusative | κομμένο | κομμένη | κομμένο | κομμένους | κομμένες | κομμένα |
vocative | κομμένε | κομμένη | κομμένο | κομμένοι | κομμένες | κομμένα |
Synonyms
- (tired): κουρασμένος (kourasménos)