Definify.com
Definition 2024
κτηνώδης
κτηνώδης
Greek
Adjective
κτηνώδης • (ktinódis) m (feminine κτηνώδης, neuter κτηνώδες)
Declension
positive forms of κτηνώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κτηνώδης | κτηνώδης | κτηνώδες | κτηνώδεις | κτηνώδεις | κτηνώδη |
genitive | κτηνώδους | κτηνώδους | κτηνώδους | κτηνωδών | κτηνωδών | κτηνωδών |
accusative | κτηνώδη | κτηνώδη | κτηνώδες | κτηνώδεις | κτηνώδεις | κτηνώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κτηνώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κτηνώδης, etc.) |
Synonyms
- ζωώδης (zoódis, “animal like, brutish”)
See also
- άγριος (ágrios, “undomesticated, uncultivated, wild”)
- θηριώδης (thiriódis, “violent, cruel”)
- θηλαστικός (thilastikós, “mammalian”)