Definify.com

Definition 2024


λειτουργικοί

λειτουργικοί

Greek

Noun

λειτουργικοί (leitourgikoí)

  1. Nominative masculine plural form of λειτουργικός (leitourgikós).
  2. Vocative masculine plural form of λειτουργικός (leitourgikós).