Definify.com
Definition 2025
λειτουργικός
λειτουργικός
Greek
Adjective
λειτουργικός • (leitourgikós) m (feminine λειτουργική, neuter λειτουργικό)
Declension
positive forms of λειτουργικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | λειτουργικός | λειτουργική | λειτουργικό | λειτουργικοί | λειτουργικές | λειτουργικά |
| genitive | λειτουργικού | λειτουργικής | λειτουργικού | λειτουργικών | λειτουργικών | λειτουργικών |
| accusative | λειτουργικό | λειτουργική | λειτουργικό | λειτουργικούς | λειτουργικές | λειτουργικά |
| vocative | λειτουργικέ | λειτουργική | λειτουργικό | λειτουργικοί | λειτουργικές | λειτουργικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λειτουργικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λειτουργικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | λειτουργικότερος | λειτουργικότερη | λειτουργικότερο | λειτουργικότεροι | λειτουργικότερες | λειτουργικότερα |
| genitive | λειτουργικότερου | λειτουργικότερης | λειτουργικότερου | λειτουργικότερων | λειτουργικότερων | λειτουργικότερων |
| accusative | λειτουργικότερο | λειτουργικότερη | λειτουργικότερο | λειτουργικότερους | λειτουργικότερες | λειτουργικότερα |
| vocative | λειτουργικότερε | λειτουργικότερη | λειτουργικότερο | λειτουργικότεροι | λειτουργικότερες | λειτουργικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο λειτουργικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | λειτουργικότητος | λειτουργικότητη | λειτουργικότητο | λειτουργικότητοι | λειτουργικότητες | λειτουργικότητα |
| genitive | λειτουργικότητου | λειτουργικότητης | λειτουργικότητου | λειτουργικότητων | λειτουργικότητων | λειτουργικότητων |
| accusative | λειτουργικότητο | λειτουργικότητη | λειτουργικότητο | λειτουργικότητους | λειτουργικότητες | λειτουργικότητα |
| vocative | λειτουργικότητε | λειτουργικότητη | λειτουργικότητο | λειτουργικότητοι | λειτουργικότητες | λειτουργικότητα |