Definify.com

Definition 2024


λειτουργικό

λειτουργικό

Greek

Noun

λειτουργικό (leitourgikó)

  1. Accusative masculine singular form of λειτουργικός (leitourgikós).
  2. Nominative neuter singular form of λειτουργικός (leitourgikós).
  3. Accusative neuter singular form of λειτουργικός (leitourgikós).
  4. Vocative neuter singular form of λειτουργικός (leitourgikós).