Definify.com

Definition 2024


μέσα

μέσα

Greek

Alternative forms

Adverb

μέσα (mésa) (often used with the preposition σε (se))

  1. in, inside (something)
    Έιναι μέσα στο δωμάτιο.Éinai mésa sto domátio. ― He is inside the room.
  2. in, through (a situation)
    Έζησα μέσα στις κακουχίες.Ézisa mésa stis kakouchíes. ― I lived through hardship.
  3. in, through (involvement)
    Είναι μέσα στην ομάδα μας.Eínai mésa stin omáda mas. ― She is in our team.
  4. into
    Βάλε τις αποσκευές μέσα στο αυτοκίνητο.Vále tis aposkevés mésa sto aftokínito. ― Put the luggage in the car.
  5. within, before
    Θα σε πληρώσω μέσα σε ένα μήνα.Tha se pliróso mésa se éna mína. ― I will pay you within a month.
  6. during
    μέσα στον επόμενο μήναmésa ston epómeno mína ― during the next month

Adjective

μέσα (mésa)

  1. Nominative, accusative and vocative neuter plural form of μέσος (mésos).