Definify.com
Definition 2024
μειωτέος
μειωτέος
Greek
Noun
μειωτέος • (meiotéos) m (plural μειωτέοι)
- (mathematics) minuend
- Στην αφαίρεση "10 - 8 = 2", το "10" είναι ο μειωτέος.
- In the subtraction "10 - 8 = 2", "10" is the minuend.
- Στην αφαίρεση "10 - 8 = 2", το "10" είναι ο μειωτέος.
Declension
declension of μειωτέος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μειωτέος | μειωτέοι |
genitive | μειωτέου | μειωτέων |
accusative | μειωτέο | μειωτέους |
vocative | μειωτέε | μειωτέοι |
Antonyms
- αφαιρετέος m (afairetéos)
See also
- πρόσθεση (prósthesi): (προσθετέος (prosthetéos)) + (προσθετέος (prosthetéos)) = (άθροισμα (áthroisma))
- αφαίρεση (afaíresi): (μειωτέος (meiotéos)) − (αφαιρετέος (afairetéos)) = (υπόλοιπο (ypóloipo))
- πολλαπλασιασμός (pollaplasiasmós): (παράγοντας (parágontas)) × (παράγοντας (parágontas)) = (γινόμενο (ginómeno))
- διαίρεση (diaíresi): (διαιρετέος (diairetéos)) ÷ (διαιρέτης (diairétis)) = (πηλίκο (pilíko)), (υπόλοιπο (ypóloipo) left over if divisor does not divide dividend)
- συν (syn), και (kai), πλην (plin), μείον (meíon), επί (epí), διά (diá), ίσον (íson)