Definify.com
Definition 2025
μεταρρυθμίζω
μεταρρυθμίζω
Greek
Verb
μεταρρυθμίζω • (metarrythmízo) (simple past μεταρρύθμισα, passive form μεταρρυθμίζομαι)
Conjugation
μεταρρυθμίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μεταρρυθμίζω | μεταρρύθμιζα | θα μεταρρυθμίζω | να μεταρρυθμίζω | |
2s | μεταρρυθμίζεις | μεταρρύθμιζες | θα μεταρρυθμίζεις | να μεταρρυθμίζεις | μεταρρύθμιζε |
3s | μεταρρυθμίζει | μεταρρύθμιζε | θα μεταρρυθμίζει | να μεταρρυθμίζει | |
1p | μεταρρυθμίζουμε, μεταρρυθμίζομε | μεταρρυθμίζαμε | θα μεταρρυθμίζουμε, μεταρρυθμίζομε | να μεταρρυθμίζουμε, μεταρρυθμίζομε | |
2p | μεταρρυθμίζετε | μεταρρυθμίζατε | θα μεταρρυθμίζετε | να μεταρρυθμίζετε | μεταρρυθμίζετε |
3p | μεταρρυθμίζουν, μεταρρυθμίζουνε | μεταρρύθμιζαν, μεταρρυθμίζαν, μεταρρυθμίζανε | θα μεταρρυθμίζουν, μεταρρυθμίζουνε | να μεταρρυθμίζουν, μεταρρυθμίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μεταρρυθμίσω | μεταρρύθμισα | θα μεταρρυθμίσω | να μεταρρυθμίσω | |
2s | μεταρρυθμίσεις | μεταρρύθμισες | θα μεταρρυθμίσεις | να μεταρρυθμίσεις | μεταρρύθμισε |
3s | μεταρρυθμίσει | μεταρρύθμισε | θα μεταρρυθμίσει | να μεταρρυθμίσει | |
1p | μεταρρυθμίσουμε, μεταρρυθμίσομε | μεταρρυθμίσαμε | θα μεταρρυθμίσουμε, μεταρρυθμίσομε | να μεταρρυθμίσουμε, μεταρρυθμίσομε | |
2p | μεταρρυθμίσετε | μεταρρυθμίσατε | θα μεταρρυθμίσετε | να μεταρρυθμίσετε | μεταρρυθμίστε |
3p | μεταρρυθμίσουν, μεταρρυθμίσουνε | μεταρρύθμισαν, μεταρρυθμίσαν, μεταρρυθμίσανε | θα μεταρρυθμίσουν, μεταρρυθμίσουνε | να μεταρρυθμίσουν, μεταρρυθμίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μεταρρυθμίσει | είχα μεταρρυθμίσει | θα έχω μεταρρυθμίσει | να έχω μεταρρυθμίσει | |
2s | έχεις μεταρρυθμίσει | είχες μεταρρυθμίσει | θα έχεις μεταρρυθμίσει | να έχεις μεταρρυθμίσει | |
3s | έχει μεταρρυθμίσει | είχε μεταρρυθμίσει | θα έχει μεταρρυθμίσει | να έχει μεταρρυθμίσει | |
1p | έχουμε μεταρρυθμίσει | είχαμε μεταρρυθμίσει | θα έχουμε μεταρρυθμίσει | να έχουμε μεταρρυθμίσει | |
2p | έχετε μεταρρυθμίσει | είχατε μεταρρυθμίσει | θα έχετε μεταρρυθμίσει | να έχετε μεταρρυθμίσει | |
3p | έχουν μεταρρυθμίσει | είχαν μεταρρυθμίσει | θα έχουν μεταρρυθμίσει | να έχουν μεταρρυθμίσει | |
Participle: | μεταρρυθμίζοντας | Non-finite ‡ | μεταρρυθμίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- μεταρρυθμιστής m (metarrythmistís, “reformer, reformist”)
- μεταρρυθμίστρια f (metarrythmístria, “reformer, reformist”)
- μεταρρυθμιστικός (metarrythmistikós, “reforming, reformative”)
- μεταρρύθμιση f (metarrýthmisi, “reformation”)