Definify.com
Definition 2025
μεταρρυθμιστικός
μεταρρυθμιστικός
Greek
Adjective
μεταρρυθμιστικός • (metarrythmistikós) m (feminine μεταρρυθμιστική, neuter μεταρρυθμιστικό)
Declension
positive forms of μεταρρυθμιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταρρυθμιστικός | μεταρρυθμιστική | μεταρρυθμιστικό | μεταρρυθμιστικοί | μεταρρυθμιστικές | μεταρρυθμιστικά |
genitive | μεταρρυθμιστικού | μεταρρυθμιστικής | μεταρρυθμιστικού | μεταρρυθμιστικών | μεταρρυθμιστικών | μεταρρυθμιστικών |
accusative | μεταρρυθμιστικό | μεταρρυθμιστική | μεταρρυθμιστικό | μεταρρυθμιστικούς | μεταρρυθμιστικές | μεταρρυθμιστικά |
vocative | μεταρρυθμιστικέ | μεταρρυθμιστική | μεταρρυθμιστικό | μεταρρυθμιστικοί | μεταρρυθμιστικές | μεταρρυθμιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταρρυθμιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταρρυθμιστικός, etc.) |
Related terms
- see: μεταρρυθμίζω (metarrythmízo, “to reform”)