Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μοναδικές
μοναδικές
Greek
Adjective
μοναδικές
•
(
monadikés
)
Nominative
feminine
plural
form of
μοναδικός
(
monadikós
)
.
Accusative
feminine
plural
form of
μοναδικός
(
monadikós
)
.
Vocative
feminine
plural
form of
μοναδικός
(
monadikós
)
.
Similar Results