Definify.com
Definition 2025
μοναδικός
μοναδικός
Greek
Adjective
μοναδικός • (monadikós) m (feminine μοναδική, neuter μοναδικό)
Declension
positive forms of μοναδικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μοναδικός | μοναδική | μοναδικό | μοναδικοί | μοναδικές | μοναδικά |
| genitive | μοναδικού | μοναδικής | μοναδικού | μοναδικών | μοναδικών | μοναδικών |
| accusative | μοναδικό | μοναδική | μοναδικό | μοναδικούς | μοναδικές | μοναδικά |
| vocative | μοναδικέ | μοναδική | μοναδικό | μοναδικοί | μοναδικές | μοναδικά |