Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μπούνια
μπούνια
See also:
μπουνιά
Greek
Noun
μπούνια
•
(
boúnia
)
n
pl
(
nautical
)
scuppers
(
deck
drainage
ports
/
holes
)
Derived terms
μέχρι
/
ως
τα
μπούνια
(
méchri/os ta boúnia
,
“
too much, to the brim
”
)
ερωτευμένος
μέχρι
/
ως
τα
μπούνια
(
erotevménos méchri/os ta boúnia
,
“
over the heels in love
”
)
είμαι
χρεωμένος
μέχρι
/
ως
τα
μπούνια
(
eímai chreoménos méchri/os ta boúnia
,
“
I'm up to my eyes/ears in debt
”
)
Etymology
From
Italian
bugna
.
Similar Results