Definify.com
Definition 2024
ολόκληρος
ολόκληρος
Greek
Adjective
ολόκληρος • (olókliros) m (feminine ολόκληρη, neuter ολόκληρο)
Declension
positive forms of ολόκληρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολόκληρος | ολόκληρη | ολόκληρο | ολόκληροι | ολόκληρες | ολόκληρα |
genitive | ολόκληρου | ολόκληρης | ολόκληρου | ολόκληρων | ολόκληρων | ολόκληρων |
accusative | ολόκληρο | ολόκληρη | ολόκληρο | ολόκληρους | ολόκληρες | ολόκληρα |
vocative | ολόκληρε | ολόκληρη | ολόκληρο | ολόκληροι | ολόκληρες | ολόκληρα |
Related terms
- όλος (ólos, “all, whole”)