Definify.com
Definition 2024
όλος
όλος
See also: ὅλος
Greek
Alternative forms
- (colloquial): ούλος (oúlos)
Adjective
όλος • (ólos) m (feminine όλη, neuter όλο)
- whole, entire
- όλη η αλήθεια ― óli i alítheia ― the whole truth
- με όλη μου την καρδιά ― me óli mou tin kardiá ― with my whole heart
- all
- όλα τα παιδιά ― óla ta paidiá ― all the children
Declension
positive forms of όλος