Definify.com
Definition 2024
παρηγοριά
παρηγοριά
Greek
Noun
παρηγοριά • (parigoriá) f
- consolation, solace, comfort
- Τα λόγια σας μου ήταν παρηγοριά όταν έχασα τον πατέρα μου.
- Ta lógia sas mou ítan parigoriá ótan échasa ton patéra mou.
- Your words were a comfort to me when I lost my father.
- Τα λόγια σας μου ήταν παρηγοριά όταν έχασα τον πατέρα μου.
Declension
Declension of παρηγοριά (parigoriá)
singular | |
---|---|
nominative | παρηγοριά |
genitive | παρηγοριάς |
accusative | παρηγοριά |
vocative | παρηγοριά |
Related terms
- καφές της παρηγοριάς m (kafés tis parigoriás, “funeral coffee”)
- παρηγορώ (parigoró, “console”)
- παρήγορος (parígoros, “comforting”)