Definify.com
Definition 2024
παρηγορώ
παρηγορώ
Greek
Alternative forms
- παρηγοράω (parigoráo)
Verb
παρηγορώ • (parigoró) (simple past παρηγόρησα, passive form παρηγορούμαι or παρηγοριέμαι)
Conjugation
παρηγορώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρηγορώ, παρηγοράω | παρηγορούσα, παρηγόραγα | θα παρηγορώ, θα παρηγοράω | να παρηγορώ, να παρηγοράω | |
2s | παρηγορείς, παρηγοράς | παρηγορούσες, παρηγόραγες | θα παρηγοράς, θα παρηγορείς | να παρηγοράς, να παρηγορείς | παρηγόρα |
3s | παρηγορεί, παρηγοράει, παρηγορά | παρηγορούσε, παρηγόραγε | θα παρηγορά, θα παρηγορεί, θα παρηγοράει | να παρηγορά, να παρηγορεί, να παρηγοράει | |
1p | παρηγοράμε, παρηγορούμε | παρηγορούσαμε, παρηγοράγαμε | θα παρηγορούμε | να παρηγορούμε | |
2p | παρηγοράτε, παρηγορείτε | παρηγορούσατε, παρηγοράγατε | θα παρηγοράτε, θα παρηγορείτε | να παρηγοράτε, να παρηγορείτε | παρηγοράτε |
3p | παρηγοράνε, παρηγοράν, παρηγορούν, παρηγορούνε | παρηγορούσαν, παρηγορούσανε, παρηγόραγαν, παρηγοράγανε | θα παρηγορούν, θα παρηγορούνε, θα παρηγοράνε, θα παρηγοράν | να παρηγορούν, να παρηγορούνε, να παρηγοράνε, να παρηγοράν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρηγορήσω | παρηγόρησα | θα παρηγορήσω | να παρηγορήσω | |
2s | παρηγορήσεις | παρηγόρησες | θα παρηγορήσεις | να παρηγορήσεις | παρηγόρησε |
3s | παρηγορήσει | παρηγόρησε | θα παρηγορήσει | να παρηγορήσει | |
1p | παρηγορήσουμε, παρηγορήσομε | παρηγορήσαμε | θα παρηγορήσουμε, θα παρηγορήσομε | να παρηγορήσουμε, να παρηγορήσομε | |
2p | παρηγορήσετε | παρηγορήσατε | θα παρηγορήσετε | να παρηγορήσετε | παρηγορήστε |
3p | παρηγορήσουν, παρηγορήσουνε | παρηγόρησαν, παρηγορήσανε, παρηγορήσαν | θα παρηγορήσουν, θα παρηγορήσουνε | να παρηγορήσουν, να παρηγορήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παρηγορήσει | είχα παρηγορήσει | θα έχω παρηγορήσει | να έχω παρηγορήσει | |
2s | έχεις παρηγορήσει | είχες παρηγορήσει | θα έχεις παρηγορήσει | να έχεις παρηγορήσει | |
3s | έχει παρηγορήσει | είχε παρηγορήσει | θα έχει παρηγορήσει | να έχει παρηγορήσει | |
1p | έχουμε παρηγορήσει | είχαμε παρηγορήσει | θα έχουμε παρηγορήσει | να έχουμε παρηγορήσει | |
2p | έχετε παρηγορήσει | είχατε παρηγορήσει | θα έχετε παρηγορήσει | να έχετε παρηγορήσει | |
3p | έχουν παρηγορήσει | είχαν παρηγορήσει | θα έχουν παρηγορήσει | να έχουν παρηγορήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παρηγορημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παρηγορημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παρηγορημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παρηγορημένο | ||||
Participle: | παρηγορώντας | Non-finite ‡ | παρηγορήσει | 58/73, ησ, 2AB1d, 2AΒ1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- παρήγορος (parígoros, “comforting”)
- παρηγορητικός (parigoritikós, “comforting”)
- παρηγοριά f (parigoriá, “comfort, solace”)