Definify.com
Definition 2025
πραγματικοί
πραγματικοί
Greek
Adjective
πραγματικοί • (pragmatikoí)
- Nominative masculine plural form of πραγματικός (pragmatikós).
- Vocative masculine plural form of πραγματικός (pragmatikós).
πραγματικοί • (pragmatikoí)