Definify.com
Definition 2024
πραγματικός
πραγματικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /praɣmatikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /praɣmatikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /pɾaɣmatikós/
Adjective
πραγματικός • (pragmatikós) m (feminine πραγματική, neuter πραγματικόν); first/second declension
- fit for action or business; businesslike, statesmanlike
- (of things);
- relating to subject-matter
- (magic) effective spell
- troublesome, formidable (of a citadel)
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | πραγματικός | πραγματική | πραγματικόν | πραγματικώ | πραγματικᾱ́ | πραγματικώ | πραγματικοί | πραγματικαί | πραγματικᾰ́ | |||
Genitive | πραγματικοῦ | πραγματικῆς | πραγματικοῦ | πραγματικοῖν | πραγματικαῖν | πραγματικοῖν | πραγματικῶν | πραγματικῶν | πραγματικῶν | |||
Dative | πραγματικῷ | πραγματικῇ | πραγματικῷ | πραγματικοῖν | πραγματικαῖν | πραγματικοῖν | πραγματικοῖς | πραγματικαῖς | πραγματικοῖς | |||
Accusative | πραγματικόν | πραγματικήν | πραγματικόν | πραγματικώ | πραγματικᾱ́ | πραγματικώ | πραγματικούς | πραγματικᾱ́ς | πραγματικᾰ́ | |||
Vocative | πραγματικέ | πραγματική | πραγματικόν | πραγματικώ | πραγματικᾱ́ | πραγματικώ | πραγματικοί | πραγματικαί | πραγματικᾰ́ | |||
References
- πραγματικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- πραγματικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «πραγματικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Adjective
πραγματικός • (pragmatikós) m (feminine πραγματική, neuter πραγματικό)
Declension
positive forms of πραγματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πραγματικός | πραγματική | πραγματικό | πραγματικοί | πραγματικές | πραγματικά |
genitive | πραγματικού | πραγματικής | πραγματικού | πραγματικών | πραγματικών | πραγματικών |
accusative | πραγματικό | πραγματική | πραγματικό | πραγματικούς | πραγματικές | πραγματικά |
vocative | πραγματικέ | πραγματική | πραγματικό | πραγματικοί | πραγματικές | πραγματικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πραγματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πραγματικός, etc.) |
Related terms
- see: πράγμα n (prágma, “thing, entity”)
- πραγματικός αριθμός m (pragmatikós arithmós, “real number”)
Antonyms
- φανταστικός (fantastikós, “imaginary”)