Definify.com
Definition 2024
προσθέτω
προσθέτω
Greek
Verb
προσθέτω • (prosthéto) (simple past πρόσθεσα, passive form προστίθεμαι or προσθέτομαι)
- add, append, extend
- (mathematics) add
Conjugation
προσθέτω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσθέτω | πρόσθετα | θα προσθέτω | να προσθέτω | |
2s | προσθέτεις | πρόσθετες | θα προσθέτεις | να προσθέτεις | πρόσθετε |
3s | προσθέτει | πρόσθετε | θα προσθέτει | να προσθέτει | |
1p | προσθέτουμε, προσθέτομε | προσθέταμε | θα προσθέτουμε, προσθέτομε | να προσθέτουμε, προσθέτομε | |
2p | προσθέτετε | προσθέτατε | θα προσθέτετε | να προσθέτετε | προσθέτετε |
3p | προσθέτουν, προσθέτουνε | πρόσθεταν, προσθέταν, προσθέτανε | θα προσθέτουν, προσθέτουνε | να προσθέτουν, προσθέτουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσθέσω | πρόσθεσα | θα προσθέσω | να προσθέσω | |
2s | προσθέσεις | πρόσθεσες | θα προσθέσεις | να προσθέσεις | πρόσθεσε |
3s | προσθέσει | πρόσθεσε | θα προσθέσει | να προσθέσει | |
1p | προσθέσουμε, προσθέσομε | προσθέσαμε | θα προσθέσουμε, προσθέσομε | να προσθέσουμε, προσθέσομε | |
2p | προσθέσετε | προσθέσατε | θα προσθέσετε | να προσθέσετε | προσθέστε |
3p | προσθέσουν, προσθέσουνε | πρόσθεσαν, προσθέσαν, προσθέσανε | θα προσθέσουν, προσθέσουνε | να προσθέσουν, προσθέσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προσθέσει | είχα προσθέσει | θα έχω προσθέσει | να έχω προσθέσει | |
2s | έχεις προσθέσει | είχες προσθέσει | θα έχεις προσθέσει | να έχεις προσθέσει | |
3s | έχει προσθέσει | είχε προσθέσει | θα έχει προσθέσει | να έχει προσθέσει | |
1p | έχουμε προσθέσει | είχαμε προσθέσει | θα έχουμε προσθέσει | να έχουμε προσθέσει | |
2p | έχετε προσθέσει | είχατε προσθέσει | θα έχετε προσθέσει | να έχετε προσθέσει | |
3p | έχουν προσθέσει | είχαν προσθέσει | θα έχουν προσθέσει | να έχουν προσθέσει | |
Participle: | προσθέτοντας | Non-finite ‡ | προσθέσει | 137, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Antonyms
- (mathematics): αφαιρώ (afairó, “to subtract”)
See also
- αθροίζω (athroízo, “to add up, to sum”)