Definify.com
Definition 2025
ριζοσπαστικός
ριζοσπαστικός
Greek
Adjective
ριζοσπαστικός • (rizospastikós) m (feminine ριζοσπαστική, neuter ριζοσπαστικό)
Declension
positive forms of ριζοσπαστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ριζοσπαστικός | ριζοσπαστική | ριζοσπαστικό | ριζοσπαστικοί | ριζοσπαστικές | ριζοσπαστικά |
| genitive | ριζοσπαστικού | ριζοσπαστικής | ριζοσπαστικού | ριζοσπαστικών | ριζοσπαστικών | ριζοσπαστικών |
| accusative | ριζοσπαστικό | ριζοσπαστική | ριζοσπαστικό | ριζοσπαστικούς | ριζοσπαστικές | ριζοσπαστικά |
| vocative | ριζοσπαστικέ | ριζοσπαστική | ριζοσπαστικό | ριζοσπαστικοί | ριζοσπαστικές | ριζοσπαστικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ριζοσπαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ριζοσπαστικός, etc.) |
|||||
Related terms
- see: ριζοσπάστης m (rizospástis, “radical”)