Definify.com

Definition 2024


σημαίνω

σημαίνω

Ancient Greek

Alternative forms

  • σᾱμαίνω (sāmaínō)

Verb

σημαίνω (sēmaínō)

  1. I show, point out, indicate
    1. I sign, signal
    2. Ι predict, portend
    3. (later prose) I appear
  2. I signal someone to do something, I bid
  3. I signify, indicate, declare
    1. I interpret, explain; I tell, speak
    2. I signify, mean
  4. (middle voice) I conclude from signs, conjecture
  5. (middle voice) I provide with a sign, mark, or seal
    1. I mark out for myself

Inflection

Derived terms

  • ἀντῐσημαίνω (antisēmaínō)
  • ἀποσημαίνω (aposēmaínō)
  • δῐᾰσημαίνω (diasēmaínō)
  • ἐκσημαίνω (eksēmaínō)
  • ἐνσημαίνω (ensēmaínō)
  • ἐπῐσημαίνω (episēmaínō)
  • κᾰτᾰσημαίνομαι (katasēmaínomai)
  • πᾰρᾰσημαίνομαι (parasēmaínomai)
  • προσημαίνω (prosēmaínō)
  • προσσημαίνω (prossēmaínō)
  • σῠσσημαίνω (sussēmaínō)
  • ὑποσημαίνω (huposēmaínō)

Related terms

  • σήμανσῐς (sḗmansis)
  • σημαντέος (sēmantéos)
  • σημαντήρ (sēmantḗr)
  • σημαντήρῐον (sēmantḗrion)
  • σημαντῐκός (sēmantikós)
  • σημαντός (sēmantós)
  • σημάντριον (sēmántrion)
  • σημαντρίς (sēmantrís)
  • σήμαντρον (sḗmantron)
  • σημάντωρ (sēmántōr)
  • σημᾰσίᾱ (sēmasíā)

References


Greek

Verb

σημαίνω (simaíno) (simple past σήμανα, passive form )

  1. mean, signify
  2. ring, sound
  3. (nautical) signal

Conjugation

Related terms