Definify.com
Definition 2024
σκηνικό
σκηνικό
Greek
Noun
σκηνικό • (skinikó) n (plural σκηνικά)
Declension
declension of σκηνικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκηνικό | σκηνικά |
genitive | σκηνικού | σκηνικών |
accusative | σκηνικό | σκηνικά |
vocative | σκηνικό | σκηνικά |