Definify.com
Definition 2025
σκηνικός
σκηνικός
Greek
Adjective
σκηνικός • (skinikós) m (feminine σκηνική, neuter σκηνικό)
Declension
positive forms of σκηνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκηνικός | σκηνική | σκηνικό | σκηνικοί | σκηνικές | σκηνικά |
genitive | σκηνικού | σκηνικής | σκηνικού | σκηνικών | σκηνικών | σκηνικών |
accusative | σκηνικό | σκηνική | σκηνικό | σκηνικούς | σκηνικές | σκηνικά |
vocative | σκηνικέ | σκηνική | σκηνικό | σκηνικοί | σκηνικές | σκηνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκηνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκηνικός, etc.) |