Definify.com
Definition 2024
στοιχηματίζω
στοιχηματίζω
Greek
Verb
στοιχηματίζω • (stoichimatízo) (simple past στοιχημάτισα)
Conjugation
στοιχηματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | στοιχηματίζω | στοιχημάτιζα | θα στοιχηματίζω | να στοιχηματίζω | |
2s | στοιχηματίζεις | στοιχημάτιζες | θα στοιχηματίζεις | να στοιχηματίζεις | στοιχημάτιζε |
3s | στοιχηματίζει | στοιχημάτιζε | θα στοιχηματίζει | να στοιχηματίζει | |
1p | στοιχηματίζουμε, στοιχηματίζομε | στοιχηματίζαμε | θα στοιχηματίζουμε, στοιχηματίζομε | να στοιχηματίζουμε, στοιχηματίζομε | |
2p | στοιχηματίζετε | στοιχηματίζατε | θα στοιχηματίζετε | να στοιχηματίζετε | στοιχηματίζετε |
3p | στοιχηματίζουν, στοιχηματίζουνε | στοιχημάτιζαν, στοιχηματίζαν, στοιχηματίζανε | θα στοιχηματίζουν, στοιχηματίζουνε | να στοιχηματίζουν, στοιχηματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | στοιχηματίσω | στοιχημάτισα | θα στοιχηματίσω | να στοιχηματίσω | |
2s | στοιχηματίσεις | στοιχημάτισες | θα στοιχηματίσεις | να στοιχηματίσεις | στοιχημάτισε |
3s | στοιχηματίσει | στοιχημάτισε | θα στοιχηματίσει | να στοιχηματίσει | |
1p | στοιχηματίσουμε, στοιχηματίσομε | στοιχηματίσαμε | θα στοιχηματίσουμε, στοιχηματίσομε | να στοιχηματίσουμε, στοιχηματίσομε | |
2p | στοιχηματίσετε | στοιχηματίσατε | θα στοιχηματίσετε | να στοιχηματίσετε | στοιχηματίστε |
3p | στοιχηματίσουν, στοιχηματίσουνε | στοιχημάτισαν, στοιχηματίσαν, στοιχηματίσανε | θα στοιχηματίσουν, στοιχηματίσουνε | να στοιχηματίσουν, στοιχηματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω στοιχηματίσει | είχα στοιχηματίσει | θα έχω στοιχηματίσει | να έχω στοιχηματίσει | |
2s | έχεις στοιχηματίσει | είχες στοιχηματίσει | θα έχεις στοιχηματίσει | να έχεις στοιχηματίσει | |
3s | έχει στοιχηματίσει | είχε στοιχηματίσει | θα έχει στοιχηματίσει | να έχει στοιχηματίσει | |
1p | έχουμε στοιχηματίσει | είχαμε στοιχηματίσει | θα έχουμε στοιχηματίσει | να έχουμε στοιχηματίσει | |
2p | έχετε στοιχηματίσει | είχατε στοιχηματίσει | θα έχετε στοιχηματίσει | να έχετε στοιχηματίσει | |
3p | έχουν στοιχηματίσει | είχαν στοιχηματίσει | θα έχουν στοιχηματίσει | να έχουν στοιχηματίσει | |
Participle: | στοιχηματίζοντας | Non-finite ‡ | στοιχηματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- ποντάρω (pontáro)
Related terms
- στοίχημα n (stoíchima, “bet, wager”)