Definify.com
Definition 2025
στολίζομαι
στολίζομαι
Greek
Verb
στολίζομαι • (stolízomai) (simple past στολίστηκα, active form στολίζω, mediopassive)
- dress up, be decorated
- Στολίζεται για τα Χριστούγεννα!
- Stolízetai gia ta Christoúgenna!
- It is decorated for Christams
- Στολίζεται για τα Χριστούγεννα!
Conjugation
στολίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | στολίζομαι | θα στολίζομαι | στολιζόμουν, στολιζόμουνα |
2nd person | στολίζεσαι | θα στολίζεσαι | στολιζόσουν, στολιζόσουνα | |
3rd person | στολίζεται | θα στολίζεται | στολιζόταν, στολιζότανε | |
1st person | pl | στολιζόμαστε | θα στολιζόμαστε | στολιζόμασταν, στολιζόμαστε2 |
2nd person | στολίζεστε, στολιζόσαστε1 | θα στολίζεστε, στολιζόσαστε1 | στολιζόσασταν, στολιζόσαστε2 | |
3rd person | στολίζονται | θα στολίζονται | στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | στολιστώ | θα στολιστώ | στολίστηκα |
2nd person | στολιστείς | θα στολιστείς | στολίστηκες | |
3rd person | στολιστεί | θα στολιστεί | στολίστηκε | |
1st person | pl | στολιστούμε | θα στολιστούμε | στολιστήκαμε |
2nd person | στολιστείτε | θα στολιστείτε | στολιστήκατε | |
3rd person | στολιστούν, στολιστούνε | θα στολιστούν, θα στολιστούνε | στολίστηκαν, στολιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | στολίσου | |
2nd person | pl | —3 | στολιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω στολιστεί, έχεις στολιστεί έχει στολιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω στολιστεί, θα έχεις στολιστεί, θα έχει στολιστεί, … | |||
Past perfect | είχα στολιστεί, είχες στολιστεί, είχε στολιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||