Definify.com
Definition 2025
στολίζω
στολίζω
Greek
Verb
στολίζω • (stolízo) (simple past στόλισα, passive form στολίζομαι)
Conjugation
στολίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | στολίζω | στόλιζα | θα στολίζω | να στολίζω | |
2s | στολίζεις | στόλιζες | θα στολίζεις | να στολίζεις | στόλιζε |
3s | στολίζει | στόλιζε | θα στολίζει | να στολίζει | |
1p | στολίζουμε, στολίζομε | στολίζαμε | θα στολίζουμε, στολίζομε | να στολίζουμε, στολίζομε | |
2p | στολίζετε | στολίζατε | θα στολίζετε | να στολίζετε | στολίζετε |
3p | στολίζουν, στολίζουνε | στόλιζαν, στολίζαν, στολίζανε | θα στολίζουν, στολίζουνε | να στολίζουν, στολίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | στολίσω | στόλισα | θα στολίσω | να στολίσω | |
2s | στολίσεις | στόλισες | θα στολίσεις | να στολίσεις | στόλισε |
3s | στολίσει | στόλισε | θα στολίσει | να στολίσει | |
1p | στολίσουμε, στολίσομε | στολίσαμε | θα στολίσουμε, στολίσομε | να στολίσουμε, στολίσομε | |
2p | στολίσετε | στολίσατε | θα στολίσετε | να στολίσετε | στολίστε |
3p | στολίσουν, στολίσουνε | στόλισαν, στολίσαν, στολίσανε | θα στολίσουν, στολίσουνε | να στολίσουν, στολίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω στολίσει | είχα στολίσει | θα έχω στολίσει | να έχω στολίσει | |
2s | έχεις στολίσει | είχες στολίσει | θα έχεις στολίσει | να έχεις στολίσει | |
3s | έχει στολίσει | είχε στολίσει | θα έχει στολίσει | να έχει στολίσει | |
1p | έχουμε στολίσει | είχαμε στολίσει | θα έχουμε στολίσει | να έχουμε στολίσει | |
2p | έχετε στολίσει | είχατε στολίσει | θα έχετε στολίσει | να έχετε στολίσει | |
3p | έχουν στολίσει | είχαν στολίσει | θα έχουν στολίσει | να έχουν στολίσει | |
Participle: | στολίζοντας | Non-finite ‡ | στολίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
See also
- ντύνω (dýno, “to dress”)