Definify.com
Definition 2025
στρατιωτικός
στρατιωτικός
Greek
Adjective
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (feminine στρατιωτική, neuter στρατιωτικό)
- military (describing members of the armed forces)
Declension
 positive forms of στρατιωτικός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | στρατιωτικός | στρατιωτική | στρατιωτικό | στρατιωτικοί | στρατιωτικές | στρατιωτικά | 
| genitive | στρατιωτικού | στρατιωτικής | στρατιωτικού | στρατιωτικών | στρατιωτικών | στρατιωτικών | 
| accusative | στρατιωτικό | στρατιωτική | στρατιωτικό | στρατιωτικούς | στρατιωτικές | στρατιωτικά | 
| vocative | στρατιωτικέ | στρατιωτική | στρατιωτικό | στρατιωτικοί | στρατιωτικές | στρατιωτικά | 
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρατιωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρατιωτικός, etc.) | |||||
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
Noun
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (plural στρατιωτικοί)
- serviceman (especially an officer)
Declension
declension of στρατιωτικός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | στρατιωτικός | στρατιωτικοί | 
| genitive | στρατιωτικού | στρατιωτικών | 
| accusative | στρατιωτικό | στρατιωτικούς | 
| vocative | στρατιωτικέ | στρατιωτικοί | 
Synonyms
- εξυπηρετητής m (exypiretitís)
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)