Definify.com

Definition 2024


συμπίνω

συμπίνω

Ancient Greek

Verb

συμπίνω (sumpínō)

  1. I drink together
  2. I absorb
  3. I soak

Conjugation

Related terms

  • ἀσύμποτος (asúmpotos)
  • σῠμπῐπίσκω (sumpipískō)
  • σῠμπόσιον (sumpósion)
  • σῠμπότης (sumpótēs)
  • σῠμποτῐκός (sumpotikós)

References