Definify.com

Definition 2024


συμπληρώνομαι

συμπληρώνομαι

Greek

Verb

συμπληρώνομαι (symplirónomai) (simple past συμπληρώθηκα, active form συμπληρώνω, passive)

  1. passive of συμπληρώνω (sympliróno)

Conjugation