Definify.com

Definition 2024


συμπληρώνω

συμπληρώνω

Greek

Verb

συμπληρώνω (sympliróno) (simple past συμπληρώσα, passive form συμπληρώνομαι)

  1. fill, fill in, fill out
    συμπληρώστε την αίτησηsympliróste tin aítisi ― fill in the form
  2. complete

Conjugation