Definify.com
Definition 2024
συμπληρώνω
συμπληρώνω
Greek
Verb
συμπληρώνω • (sympliróno) (simple past συμπληρώσα, passive form συμπληρώνομαι)
- fill, fill in, fill out
- συμπληρώστε την αίτηση ― sympliróste tin aítisi ― fill in the form
- complete
Conjugation
συμπληρώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμπληρώνω | συμπλήρωνα | θα συμπληρώνω | να συμπληρώνω | |
2s | συμπληρώνεις | συμπλήρωνες | θα συμπληρώνεις | να συμπληρώνεις | συμπλήρωνε |
3s | συμπληρώνει | συμπλήρωνε | θα συμπληρώνει | να συμπληρώνει | |
1p | συμπληρώνουμε, συμπληρώνομε | συμπληρώναμε | θα συμπληρώνουμε, συμπληρώνομε | να συμπληρώνουμε, συμπληρώνομε | |
2p | συμπληρώνετε | συμπληρώνατε | θα συμπληρώνετε | να συμπληρώνετε | συμπληρώνετε |
3p | συμπληρώνουν, συμπληρώνουνε | συμπλήρωναν, συμπληρώναν, συμπληρώνανε | θα συμπληρώνουν, συμπληρώνουνε | να συμπληρώνουν, συμπληρώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμπληρώσω | συμπλήρωσα | θα συμπληρώσω | να συμπληρώσω | |
2s | συμπληρώσεις | συμπλήρωσες | θα συμπληρώσεις | να συμπληρώσεις | συμπλήρωσε |
3s | συμπληρώσει | συμπλήρωσε | θα συμπληρώσει | να συμπληρώσει | |
1p | συμπληρώσουμε, συμπληρώσομε | συμπληρώσαμε | θα συμπληρώσουμε, συμπληρώσομε | να συμπληρώσουμε, συμπληρώσομε | |
2p | συμπληρώσετε | συμπληρώσατε | θα συμπληρώσετε | να συμπληρώσετε | συμπληρώστε, συμπληρώσετε |
3p | συμπληρώσουν, συμπληρώσουνε | συμπλήρωσαν, συμπληρώσαν, συμπληρώσανε | θα συμπληρώσουν, συμπληρώσουνε | να συμπληρώσουν, συμπληρώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συμπληρώσει | είχα συμπληρώσει | θα έχω συμπληρώσει | να έχω συμπληρώσει | |
2s | έχεις συμπληρώσει | είχες συμπληρώσει | θα έχεις συμπληρώσει | να έχεις συμπληρώσει | έχε συμπληρωμένο |
3s | έχει συμπληρώσει | είχε συμπληρώσει | θα έχει συμπληρώσει | να έχει συμπληρώσει | |
1p | έχουμε συμπληρώσει | είχαμε συμπληρώσει | θα έχουμε συμπληρώσει | να έχουμε συμπληρώσει | |
2p | έχετε συμπληρώσει | είχατε συμπληρώσει | θα έχετε συμπληρώσει | να έχετε συμπληρώσει | έχετε συμπληρωμένο |
3p | έχουν συμπληρώσει | είχαν συμπληρώσει | θα έχουν συμπληρώσει | να έχουν συμπληρώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συμπληρωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συμπληρωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συμπληρωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συμπληρωμένο | ||||
Participle: | συμπληρώνοντας | Non-finite ‡ | συμπληρώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||