Definify.com
Definition 2025
συνάρτηση
συνάρτηση
Greek
Noun
συνάρτηση • (synártisi) f (plural συναρτήσεις)
- (mathematics) function
- τριγωνομετρική συνάρτηση ― trigonometrikí synártisi ― trigonometric function
- interdependence, interrelation
Declension
declension of συνάρτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνάρτηση | συναρτήσεις |
genitive | συνάρτησης / συναρτήσεως | συναρτήσεων |
accusative | συνάρτηση | συναρτήσεις |
vocative | συνάρτηση | συναρτήσεις |
Derived terms
- τριγωνομετρική συνάρτηση f (trigonometrikí synártisi, “trigonometric function”)