Definify.com
Definition 2025
συναρτήσεις
συναρτήσεις
Greek
Noun
συναρτήσεις • (synartíseis) f
- Nominative plural form of συνάρτηση (synártisi).
- Accusative plural form of συνάρτηση (synártisi).
- Vocative plural form of συνάρτηση (synártisi).
συναρτήσεις • (synartíseis) f