Definify.com
Definition 2024
υπάρχω
υπάρχω
See also: ὑπάρχω
Greek
Verb
υπάρχω • (ypárcho) (simple past υπήρξα)
- exist, be, live
- Σκέφτομαι, άρα υπάρχω. ― Skéftomai, ára ypárcho. ― I think, therefore I am.
- Έντονη ανησυχία υπάρχει για το μέλλον. ― Éntoni anisychía ypárchei gia to méllon. ― There is great concern for the future.
- Ο θείος μου υπήρξε πρόεδρος του σωματείου. ― O theíos mou ypírxe próedros tou somateíou. ― My uncle was association president.
- Μήπως υπάρχει βιβλιοπωλείο εδώ κοντά; ― Mípos ypárchei vivliopoleío edó kontá? ― Is there a bookshop near here?
Conjugation
υπάρχω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπάρχω | υπήρχα | θα υπάρχω | να υπάρχω | |
2s | υπάρχεις | υπήρχες | θα υπάρχεις | να υπάρχεις | να υπάρχεις |
3s | υπάρχει | υπήρχε | θα υπάρχει | να υπάρχει | |
1p | υπάρχουμε, υπάρχομε | υπήρχαμε | θα υπάρχουμε, υπάρχομε | να υπάρχουμε, υπάρχομε | |
2p | υπάρχετε | υπήρχατε | θα υπάρχετε | να υπάρχετε | υπάρχετε |
3p | υπάρχουν, υπάρχουνε | υπήρχαν, υπήρχανε | θα υπάρχουν, υπάρχουνε | να υπάρχουν, υπάρχουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπάρξω | υπήρξα | θα υπάρξω | να υπάρξω | |
2s | υπάρξεις | υπήρξες | θα υπάρξεις | να υπάρξεις | υπάρξε |
3s | υπάρξει | υπήρξε | θα υπάρξει | να υπάρξει | |
1p | υπάρξουμε, υπάρξομε | υπήρξαμε | θα υπάρξουμε, υπάρξομε | να υπάρξουμε, υπάρξομε | |
2p | υπάρξετε | υπήρξατε | θα υπάρξετε | να υπάρξετε | υπάρξτε, υπάρξετε |
3p | υπάρξουν, υπάρξουνε | υπήρξαν, υπήρξανε | θα υπάρξουν, υπάρξουνε | να υπάρξουν, υπάρξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπάρξει | είχα υπάρξει | θα έχω υπάρξει | να έχω υπάρξει | |
2s | έχεις υπάρξει | είχες υπάρξει | θα έχεις υπάρξει | να έχεις υπάρξει | |
3s | έχει υπάρξει | είχε υπάρξει | θα έχει υπάρξει | να έχει υπάρξει | |
1p | έχουμε υπάρξει | είχαμε υπάρξει | θα έχουμε υπάρξει | να έχουμε υπάρξει | |
2p | έχετε υπάρξει | είχατε υπάρξει | θα έχετε υπάρξει | να έχετε υπάρξει | |
3p | έχουν υπάρξει | είχαν υπάρξει | θα έχουν υπάρξει | να έχουν υπάρξει | |
Participle: | υπάρχοντας | Non-finite ‡ | υπάρξει | #223, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: υπαρξισμός m (yparxismós, “existentialism”)