Definify.com

Definition 2024


υπάρχω

υπάρχω

See also: ὑπάρχω

Greek

Verb

υπάρχω (ypárcho) (simple past υπήρξα)

  1. exist, be, live
    Σκέφτομαι, άρα υπάρχω.Skéftomai, ára ypárcho. ― I think, therefore I am.
    Έντονη ανησυχία υπάρχει για το μέλλον.Éntoni anisychía ypárchei gia to méllon. ― There is great concern for the future.
    Ο θείος μου υπήρξε πρόεδρος του σωματείου.O theíos mou ypírxe próedros tou somateíou. ― My uncle was association president.
    Μήπως υπάρχει βιβλιοπωλείο εδώ κοντά;Mípos ypárchei vivliopoleío edó kontá? ― Is there a bookshop near here?

Conjugation

Related terms

Coordinate terms