Definify.com
Definition 2024
Ανάληψη
Ανάληψη
See also: ανάληψη
Greek
Noun
Ανάληψη • (Análipsi) f (uncountable)
- (Christianity) (the) Ascension
Declension
declension of Ανάληψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ανάληψη | Αναλήψεις |
genitive | Ανάληψης / Αναλήψεως | Αναλήψεων |
accusative | Ανάληψη | Αναλήψεις |
vocative | Ανάληψη | Αναλήψεις |
Derived terms
- Νήσος Αναλήψεως f (Nísos Analípseos, “Ascension Island”)
External links
- Ανάληψη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ανάληψη
ανάληψη
See also: Ανάληψη
Greek
Noun
ανάληψη • (análipsi) f (plural αναλήψεις)
- (finance) withdrawal (from bank account)
- taking, ascension (see Ανάληψη)
Declension
declension of ανάληψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάληψη | αναλήψεις |
genitive | ανάληψης / αναλήψεως | αναλήψεων |
accusative | ανάληψη | αναλήψεις |
vocative | ανάληψη | αναλήψεις |
See also
- χρέωση f (chréosi, “debit”)