Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Ανάληψης
Ανάληψης
See also:
ανάληψης
Greek
Noun
Ανάληψης
•
(
Análipsis
)
f
Genitive
singular
form of
Ανάληψη
(
Análipsi
)
.
ανάληψης
ανάληψης
See also:
Ανάληψης
Greek
Noun
ανάληψης
•
(
análipsis
)
f
genitive singular of
ανάληψη
(
análipsi
)
Similar Results