Definify.com
Definition 2024
Αναγεννήσεως
Αναγεννήσεως
See also: αναγεννήσεως
Greek
Alternative forms
- Αναγέννησης (Anagénnisis)
Proper noun
Αναγεννήσεως • (Anagenníseos) f
- Genitive singular form of Αναγέννηση (Anagénnisi).
αναγεννήσεως
αναγεννήσεως
See also: Αναγεννήσεως
Greek
Alternative forms
- αναγέννησης (anagénnisis)
Noun
αναγεννήσεως • (anagenníseos) f
- Genitive singular form of αναγέννηση (anagénnisi).