Definify.com
Definition 2024
Αναγέννηση
Αναγέννηση
See also: αναγέννηση
Greek
Proper noun
Αναγέννηση • (Anagénnisi) f
- (art) Renaissance
Declension
Declension of Αναγέννηση (Anagénnisi)
singular | |
---|---|
nominative | Αναγέννηση |
genitive | Αναγέννησης / Αναγεννήσεως |
accusative | Αναγέννηση |
vocative | Αναγέννηση |
Related terms
- αναγεννησιακή τέχνη f (anagennisiakí téchni, “Renaissance style, Renaissance art”)
Related terms
- αναγεννησιακός (anagennisiakós, “Renaissance”) (adjective)
External links
- Αναγεννησιακή τέχνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
αναγέννηση
αναγέννηση
See also: Αναγέννηση
Greek
Noun
αναγέννηση • (anagénnisi) f (plural αναγεννήσεις)
- renewal, rebirth, revival
- (capitalised): Renaissance
Declension
declension of αναγέννηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγέννηση | αναγεννήσεις |
genitive | αναγέννησης / αναγεννήσεως | αναγεννήσεων |
accusative | αναγέννηση | αναγεννήσεις |
vocative | αναγέννηση | αναγεννήσεις |