Definify.com
Definition 2024
αναγεννησιακός
αναγεννησιακός
Greek
Adjective
αναγεννησιακός • (anagennisiakós) m (feminine αναγεννησιακή, neuter αναγεννησιακό)
Declension
positive forms of αναγεννησιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγεννησιακός | αναγεννησιακή | αναγεννησιακό | αναγεννησιακοί | αναγεννησιακές | αναγεννησιακά |
genitive | αναγεννησιακού | αναγεννησιακής | αναγεννησιακού | αναγεννησιακών | αναγεννησιακών | αναγεννησιακών |
accusative | αναγεννησιακό | αναγεννησιακή | αναγεννησιακό | αναγεννησιακούς | αναγεννησιακές | αναγεννησιακά |
vocative | αναγεννησιακέ | αναγεννησιακή | αναγεννησιακό | αναγεννησιακοί | αναγεννησιακές | αναγεννησιακά |
Related terms
- Αναγέννηση f (Anagénnisi, “Renaissance”)