Definify.com

Definition 2024


Ανατολικός_Ορθόδοξος

Ανατολικός Ορθόδοξος

Greek

Adjective

Ανατολικός Ορθόδοξος (Anatolikós Orthódoxos) m (feminine Ανατολική Ορθόδοξη, neuter Ανατολικό Ορθόδοξο)

  1. (Christianity) Eastern Orthodox