Definify.com
Definition 2024
ανατολικός
ανατολικός
Greek
Adjective
ανατολικός • (anatolikós) m (feminine ανατολική, neuter ανατολικό)
- eastern, of the east
Declension
positive forms of ανατολικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολικός | ανατολική | ανατολικό | ανατολικοί | ανατολικές | ανατολικά |
genitive | ανατολικού | ανατολικής | ανατολικού | ανατολικών | ανατολικών | ανατολικών |
accusative | ανατολικό | ανατολική | ανατολικό | ανατολικούς | ανατολικές | ανατολικά |
vocative | ανατολικέ | ανατολική | ανατολικό | ανατολικοί | ανατολικές | ανατολικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατολικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατολικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολικότερος | ανατολικότερη | ανατολικότερο | ανατολικότεροι | ανατολικότερες | ανατολικότερα |
genitive | ανατολικότερου | ανατολικότερης | ανατολικότερου | ανατολικότερων | ανατολικότερων | ανατολικότερων |
accusative | ανατολικότερο | ανατολικότερη | ανατολικότερο | ανατολικότερους | ανατολικότερες | ανατολικότερα |
vocative | ανατολικότερε | ανατολικότερη | ανατολικότερο | ανατολικότεροι | ανατολικότερες | ανατολικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανατολικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολικότατος | ανατολικότατη | ανατολικότατο | ανατολικότατοι | ανατολικότατες | ανατολικότατα |
genitive | ανατολικότατου | ανατολικότατης | ανατολικότατου | ανατολικότατων | ανατολικότατων | ανατολικότατων |
accusative | ανατολικότατο | ανατολικότατη | ανατολικότατο | ανατολικότατους | ανατολικότατες | ανατολικότατα |
vocative | ανατολικότατε | ανατολικότατη | ανατολικότατο | ανατολικότατοι | ανατολικότατες | ανατολικότατα |
Synonyms
- (abbreviation) ανατ. (anat.)
Related terms
- see: ανατολή f (anatolí, “sunrise, dawn, east”)