Definify.com
Definition 2024
Βοσνία
Βοσνία
See also: Βόσνια
Greek
Proper noun
Βοσνία • (Vosnía) f
Declension
Declension of Βοσνία (Vosnía)
Related terms
- βοσνιακός (vosniakós, “Bosnian”) (adjective)
- βοσνιακά n pl (vosniaká, “Bosnian”) (language)
- Βόσνια f (Vósnia, “Bosnian”)
- Βόσνιος m (Vósnios, “Bosnian”)
- Βοσνία και Ερζεγοβίνη f (Vosnía kai Erzegovíni, “Bosnia and Herzegovina”)
- Βοσνία-Ερζεγοβίνη f (Vosnía-Erzegovíni, “Bosnia-Herzegovina”)
External links
- Βοσνία και Ερζεγοβίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el