Definify.com
Definition 2024
βοσνιακός
βοσνιακός
Greek
Adjective
βοσνιακός • (vosniakós) m (feminine βοσνιακή, neuter βοσνιακό)
- Bosnian (relating to Bosnia or its people)
Declension
positive forms of βοσνιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοσνιακός | βοσνιακή | βοσνιακό | βοσνιακοί | βοσνιακές | βοσνιακά |
genitive | βοσνιακού | βοσνιακής | βοσνιακού | βοσνιακών | βοσνιακών | βοσνιακών |
accusative | βοσνιακό | βοσνιακή | βοσνιακό | βοσνιακούς | βοσνιακές | βοσνιακά |
vocative | βοσνιακέ | βοσνιακή | βοσνιακό | βοσνιακοί | βοσνιακές | βοσνιακά |
Related terms
- see: Βοσνία f (Vosnía, “Bosnia”)