Definify.com
Definition 2024
Βουτώ
βουτώ
βουτώ
See also: Βουτώ
Greek
Verb
βουτώ • (voutó) (simple past βούτηξα, passive form βουτιέμαι)
- Alternative form of βουτάω (voutáo)
Conjugation
βουτώ, βουτάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βουτώ, βουτάω | βουτούσα, βούταγα | θα βουτώ, θα βουτάω | να βουτώ, να βουτάω | |
2s | βουτάς | βουτούσες, βούταγες | θα βουτάς | να βουτάς | βούτα, βούταγε |
3s | βουτά, βουτάει | βουτούσε, βούταγε | θα βουτά, θα βουτάει | να βουτά, να βουτάει | |
1p | βουτούμε, βουτάμε | βουτούσαμε, βουτάγαμε | θα βουτούμε, θα βουτάμε | να βουτούμε, να βουτάμε | |
2p | βουτάτε | βουτούσατε, βουτάγατε | θα βουτάτε | να βουτάτε | βουτάτε |
3p | βουτούν, βουτούνε, βουτάνε, βουτάν | βουτούσαν, βουτούσανε, βούταγαν, βουτάγανε | θα βουτούν, θα βουτούνε, θα βουτάνε, θα βουτάν | να βουτούν, να βουτούνε, να βουτάνε, να βουτάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βουτήξω | βούτηξα | θα βουτήξω | να βουτήξω | |
2s | βουτήξεις | βούτηξες | θα βουτήξεις | να βουτήξεις | βούτηξε, βούτα |
3s | βουτήξει | βούτηξε | θα βουτήξει | να βουτήξει | |
1p | βουτήξουμε, βουτήξομε | βουτήξαμε | θα βουτήξουμε, θα βουτήξομε | να βουτήξουμε, να βουτήξομε | |
2p | βουτήξετε | βουτήξατε | θα βουτήξετε | να βουτήξετε | βουτήξτε |
3p | βουτήξουν, βουτήξουνε | βούτηξαν, βουτήξανε, βουτήξαν | θα βουτήξουν, θα βουτήξουνε | να βουτήξουν, να βουτήξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βουτήξει | είχα βουτήξει | θα έχω βουτήξει | να έχω βουτήξει | |
2s | έχεις βουτήξει | είχες βουτήξει | θα έχεις βουτήξει | να έχεις βουτήξει | |
3s | έχει βουτήξει | είχε βουτήξει | θα έχει βουτήξει | να έχει βουτήξει | |
1p | έχουμε βουτήξει | είχαμε βουτήξει | θα έχουμε βουτήξει | να έχουμε βουτήξει | |
2p | έχετε βουτήξει | είχατε βουτήξει | θα έχετε βουτήξει | να έχετε βουτήξει | |
3p | έχουν βουτήξει | είχαν βουτήξει | θα έχουν βουτήξει | να έχουν βουτήξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βουτηγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βουτηγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βουτηγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βουτηγμένο | ||||
Participle: | βουτώντας | Non-finite ‡ | βουτήξει | 58-ηξ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||