Definify.com
Definition 2024
Λακωνικός
Λακωνικός
See also: λακωνικός
Ancient Greek
Adjective
Λακωνικός • (Lakōnikós) m (feminine Λακωνική, neuter Λακωνικόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | Λακωνικός | Λακωνική | Λακωνικόν | Λακωνικώ | Λακωνικᾱ́ | Λακωνικώ | Λακωνικοί | Λακωνικαί | Λακωνικᾰ́ | |||
Genitive | Λακωνικοῦ | Λακωνικῆς | Λακωνικοῦ | Λακωνικοῖν | Λακωνικαῖν | Λακωνικοῖν | Λακωνικῶν | Λακωνικῶν | Λακωνικῶν | |||
Dative | Λακωνικῷ | Λακωνικῇ | Λακωνικῷ | Λακωνικοῖν | Λακωνικαῖν | Λακωνικοῖν | Λακωνικοῖς | Λακωνικαῖς | Λακωνικοῖς | |||
Accusative | Λακωνικόν | Λακωνικήν | Λακωνικόν | Λακωνικώ | Λακωνικᾱ́ | Λακωνικώ | Λακωνικούς | Λακωνικᾱ́ς | Λακωνικᾰ́ | |||
Vocative | Λακωνικέ | Λακωνική | Λακωνικόν | Λακωνικώ | Λακωνικᾱ́ | Λακωνικώ | Λακωνικοί | Λακωνικαί | Λακωνικᾰ́ | |||
Related terms
- Λακωνίζω (Lakōnízō)
- Λακωνίς (Lakōnís)
- Λακωνισμός (Lakōnismós)
- Λακωνιστής (Lakōnistḗs)
- Λακωνομανέω (Lakōnomanéō)
Descendants
References
- Λακωνικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- Λακωνικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- Laconian idem, page 1014.
Greek
Etymology
From Ancient Greek Λακωνικός
Proper noun
Λακωνικός • (Lakonikós) m
- Laconian (Gulf)
External links
- Λακωνικός κόλπος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
λακωνικός
λακωνικός
See also: Λακωνικός
Greek
Adjective
λακωνικός • (lakonikós) m (feminine λακωνική, neuter λακωνικό)
Declension
positive forms of λακωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λακωνικός | λακωνική | λακωνικό | λακωνικοί | λακωνικές | λακωνικά |
genitive | λακωνικού | λακωνικής | λακωνικού | λακωνικών | λακωνικών | λακωνικών |
accusative | λακωνικό | λακωνική | λακωνικό | λακωνικούς | λακωνικές | λακωνικά |
vocative | λακωνικέ | λακωνική | λακωνικό | λακωνικοί | λακωνικές | λακωνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λακωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λακωνικός, etc.) |
External links
- Νομός Λακωνίας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el