Definify.com
Definition 2024
Οθωμανική_Αυτοκρατορία
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Greek
Noun
Οθωμανική Αυτοκρατορία • (Othomanikí Aftokratoría) f
Declension
Declension of Οθωμανική Αυτοκρατορία (Othomanikí Aftokratoría)
singular | |
---|---|
nominative | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
genitive | Οθωμανικής Αυτοκρατορίας |
accusative | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
vocative | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Related terms
- Οθωμανός m (Othomanós, “Ottoman”)
- Οθωμανή f (Othomaní, “Ottoman”)
- οθωμανικός (othomanikós, “Ottoman”)
- οθωμανισμός m (othomanismós, “Ottomanism”)
External links
- Οθωμανική Αυτοκρατορία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el